- ράμμα
- το / ῥάμμα, ΝΜΑνήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.)νεοελλ.1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην περίδεση αγγείου που αιμορραγεί2. ναυτ. ισχυρό νήμα κατάλληλο για τη ραφή ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα3. φρ. α) «έχω ράμματα για τη γούνα του» — τού επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοσηβ) «θα τού αλλάξω τα ράμματα» — θα τόν ταπεινώσω, θα τόν εξευτελίσωμσν.η ραφή τραύματοςαρχ.η στερέωση επιδέσμου με ραφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥάπ-μα (< ῥάπτω) με αφομοίωση τού -π-].
Dictionary of Greek. 2013.